Πάντοτε έλεγα πως παρασύρεσαι, πάντα φοβόμουν την κατάληξη που θα ‘χεις.
Έκανες πράγματα έτσι να φθείρεσαι και έβρισκες τρόπους για να νιώθεις πως υπάρχεις.
Έτσι με πρόσβαλες και το ανεχόμουνα, μα δικαιολόγησα τον τρόπο το δικό σου.
Βλέπεις σε πόνεσα, βλέπεις σ’αγάπησα και έτσι μ’αφήνεις για να βρεις τον εαυτό σου..
Μα έχω δικαίωμα να ξέρω που θα πας, που θα βρεθείς όταν βοήθεια θα ζητήσεις.
έτσι που τρέχεις σαν τον ερωτευτείς μπορεί να πέσεις από λάθος να χτυπήσεις
Έχω δικαίωμα να ξέρω που θα πας, που θα σε βρω όταν εσύ θα υποφέρεις
έτσι που τρέχεις σαν τον ερωτευτείς αν κάνεις λάθος να θυμάσαι πως με ξέρεις.
Τώρα το σκέφτομαι, μόνος μου έπαιξα, είχα μια στάση που θυμίζει αδιαφορία.
Που πας δε ρώταγα, σ’ εμπιστευόμουνα και έτσι σε έχασα στην πρώτη ευκαιρία.
|
Pántote élega pos parasírese, pánta fovómun tin katáliksi pu tha ‘chis.
Έkanes prágmata étsi na fthirese ke évriskes trópus gia na nióthis pos ipárchis.
Έtsi me prósvales ke to anechómuna, ma dikeológisa ton trópo to dikó su.
Olépis se pónesa, vlépis s’agápisa ke étsi m’afínis gia na vris ton eaftó su..
Ma écho dikeoma na kséro pu tha pas, pu tha vrethis ótan voíthia tha zitísis.
étsi pu tréchis san ton eroteftis bori na pésis apó láthos na chtipísis
Έcho dikeoma na kséro pu tha pas, pu tha se vro ótan esí tha ipoféris
étsi pu tréchis san ton eroteftis an kánis láthos na thimáse pos me kséris.
Tóra to skéftome, mónos mu épeksa, icha mia stási pu thimízi adiaforía.
Pu pas de rótaga, s’ ebistevómuna ke étsi se échasa stin próti efkería.
|