Τόσο παράπονο ποιος το έριξε
στο ποτήρι να το πιω σαν κρασί γλυκό
Μάγισσα ήτανε και με μέθυσε
όμως τώρα πώς θα βρω άκρη στον καημό
Δυο ματάκια μια βραδιά με κοιτάξανε
στου Βαρδάρη τα στενά και με κάψανε
Δυο ματάκια με καημούς με κεράσανε
και στης Σμύρνης τις φωτιές με πετάξανε
και στης Σμύρνης τις φωτιές με πετάξανε
Μου υποσχέθηκε με τα μάτια της
το κορμί της, την καρδιά, κείνη τη βραδιά
κι άφησε πίσω της τα σημάδια της
να μη βρίσκω λησμονιά και παρηγοριά
Δυο ματάκια μια βραδιά με κοιτάξανε
στου Βαρδάρη τα στενά και με κάψανε
Δυο ματάκια με καημούς με κεράσανε
και στης Σμύρνης τις φωτιές με πετάξανε
και στης Σμύρνης τις φωτιές με πετάξανε
|
Tóso parápono pios to érikse
sto potíri na to pio san krasí glikó
Mágissa ítane ke me méthise
ómos tóra pós tha vro ákri ston kaimó
Dio matákia mia vradiá me kitáksane
stu Oardári ta stená ke me kápsane
Dio matákia me kaimus me kerásane
ke stis Smírnis tis fotiés me petáksane
ke stis Smírnis tis fotiés me petáksane
Mu iposchéthike me ta mátia tis
to kormí tis, tin kardiá, kini ti vradiá
ki áfise píso tis ta simádia tis
na mi vrísko lismoniá ke parigoriá
Dio matákia mia vradiá me kitáksane
stu Oardári ta stená ke me kápsane
Dio matákia me kaimus me kerásane
ke stis Smírnis tis fotiés me petáksane
ke stis Smírnis tis fotiés me petáksane
|