Βράδυ και φουρτούνα στο Θερμαϊκό.
Ο φάρος στο Ποσείδι αχνοφαίνεται,
το κύμα αφρισμένο πρωτοδεύτερο
και το μπουρίνι απάνω του να κρέμεται.
Άραγε οι δικοί μου όταν πρωτό ‘ρθανε,
βλέπανε για ν’ αρμενίζουνε τους ίδιους φανούς;
Χιλιοβασανισμένοι ναυαγοί της Ιστορίας,
ένα καΐκι πρόσφυγες σε νέους ουρανούς.
Ο κάβος της Επανωμής θέλει προσοχή,
η άμμος του σε περιμένει να κολλήσεις.
Της Πύδνας το λιμάνι δε φυλάει απ’ τους καιρούς
και είναι πια το Τσάγιεζι μακριά για να γυρίσεις
Φέρνω στο νου μου την εικόνα του…
το χώμα του Χαρμάν κιοϊ με δάκρυα ποτισμένο,
να σειέται απ’ τους λεβέντικους ασίκικους χορούς
κι από τα τραγούδια που τους έδιωχναν τον πόνο.
Δυο αναλαμπές η Τούζλα, τρεις ο Βεσπασιανός,
σου δείχνουν τα ρηχά, τους βλέπεις δίχως κόπο,
κι ο φάρος της Καβούρας απ’ αντίκρυ κόκκινος
μπαίνοντας στον μητρικό της Σαλονίκης κόλπο.
|
Orádi ke furtuna sto Thermaikó.
O fáros sto Posidi achnofenete,
to kíma afrisméno protodeftero
ke to buríni apáno tu na krémete.
Άrage i diki mu ótan protó ‘rthane,
vlépane gia n’ armenízune tus ídius fanus;
Chiliovasanisméni nafagi tis Istorías,
éna kaΐki prósfiges se néus uranus.
O kávos tis Epanomís théli prosochí,
i ámmos tu se periméni na kollísis.
Tis Pídnas to limáni de filái ap’ tus kerus
ke ine pia to Tságiezi makriá gia na girísis
Férno sto nu mu tin ikóna tu…
to chóma tu Charmán kioi me dákria potisméno,
na siéte ap’ tus levéntikus asíkikus chorus
ki apó ta tragudia pu tus édiochnan ton póno.
Dio analabés i Tuzla, tris o Oespasianós,
su dichnun ta richá, tus vlépis díchos kópo,
ki o fáros tis Kavuras ap’ antíkri kókkinos
benontas ston mitrikó tis Saloníkis kólpo.
|