Ποιος είσαι, φίλε
δε σε ξέρω, φίλε
πες μου τ’ όνομά σου
άλλα λόγια δε ρωτώ απόψε.
Τσιγάρο, φίλε
τη φωτιά σου δώσ’ μου
κάθισε κοντά μου
λίγο έτσι για να ζεσταθώ απόψε.
Κι αν κλάψω, φίλε
θα ‘ναι που ‘μαι μόνη
και φοβάμαι, Θεέ μου
δείχνω μα δεν είμαι δυνατή.
Τα φώτα σβήσε
και την πόρτα κλείσε
πλάι σου θα πέσω
πέτρα στο νερό και ας χαθώ απόψε.
Τρομάζω, φίλε
φλόγα η ματιά σου,
άγγελε της νύχτας
στις φτερούγες σου θα μπω απόψε.
Ρωτάς ποια είμαι
ποια στ’ αλήθεια είμαι
να που κάποιο ψέμα
πρέπει να βρω πάλι για να πω απόψε.
Μη φεύγεις, φίλε
λίγο ακόμα μείνε
πώς φοβάμαι, Θεέ μου
δείχνω μα δεν είμαι δυνατή.
Αντίο, φίλε
μόνη τώρα μένω
κάποιο τρόπο θα βρω
για να ξεχαστώ και πάλι απόψε, φίλε.
|
Pios ise, fíle
de se kséro, fíle
pes mu t’ ónomá su
álla lógia de rotó apópse.
Tsigáro, fíle
ti fotiá su dós’ mu
káthise kontá mu
lígo étsi gia na zestathó apópse.
Ki an klápso, fíle
tha ‘ne pu ‘me móni
ke fováme, Theé mu
dichno ma den ime dinatí.
Ta fóta svíse
ke tin pórta klise
plái su tha péso
pétra sto neró ke as chathó apópse.
Tromázo, fíle
flóga i matiá su,
ángele tis níchtas
stis fteruges su tha bo apópse.
Rotás pia ime
pia st’ alíthia ime
na pu kápio pséma
prépi na vro páli gia na po apópse.
Mi fevgis, fíle
lígo akóma mine
pós fováme, Theé mu
dichno ma den ime dinatí.
Antío, fíle
móni tóra méno
kápio trópo tha vro
gia na ksechastó ke páli apópse, fíle.
|