Με την περούκα την ξανθιά
φάνηκες μες στη γειτονιά
Μπήκες σε βαριούς μπελάδες
με κάτιτι πιτσιρικάδες.
Είσαι στο στενό απ’ ώρα
με τη φούστα τη στενή
και του έρωτα σου η φόρα
πόρτα ψάχνει για να βγει.
Ήμασταν φίλοι από παλιά
μα τώρα ζεις στην μοναξιά.
Κρύφτηκες στις βλεφαρίδες
και μέσα στις θολές ελπίδες.
Σαν να παίζεις κάποιο ρόλο
σε παράξενη σκηνή
μέσα στο δικό σου κόσμο
δίπλα στην οικοδομή.
Πάρε απ’ τους άλλους τα φιλιά
μα δώσε εμένα τα κλειδιά
μπαίνοντας στα μυστικά σου
να αλαφρώσει η καρδιά σου.
Σε πονώ γιατί είμαι μόνος
φίλε αδελφή ψυχή
όσο μόνος είναι ο κόσμος
στη δική του ενοχή.
|
Me tin peruka tin ksanthiá
fánikes mes sti gitoniá
Bíkes se varius beládes
me kátiti pitsirikádes.
Ise sto stenó ap’ óra
me ti fusta ti stení
ke tu érota su i fóra
pórta psáchni gia na vgi.
Ήmastan fíli apó paliá
ma tóra zis stin monaksiá.
Kríftikes stis vlefarídes
ke mésa stis tholés elpídes.
San na pezis kápio rólo
se parákseni skiní
mésa sto dikó su kósmo
dípla stin ikodomí.
Páre ap’ tus állus ta filiá
ma dóse eména ta klidiá
benontas sta mistiká su
na alafrósi i kardiá su.
Se ponó giatí ime mónos
fíle adelfí psichí
óso mónos ine o kósmos
sti dikí tu enochí.
|