Στη φυλακή ο Νάσος πουλάει ξυραφάκια και χασίσι,
παίρνει από το φύλακα ωωω μπαξίσι,
το Σταύρο ξέρει, δε θα λησμονήσει,
που του στέλνει τη μαύρη να πουλήσει και να καπνίσει.
Στη φυλακή ο Νάσος πόσα χρόνια έχει μέσα δεν τον νοιάζει
πόσο θα μείνει ακόμη μέσα δεν τον σκιάζει,
και ποια χρονιά θ’ απολυθεί το `χει ξεχάσει,
μόνο τις νύχτες λιγάκι τρομάζει,
που του Σταύρου πια τα μάτια δεν καλοθυμάται
και δεν κοιμάται, και δεν κοιμάται.
Στη φυλακή ο Νάσος χρόνια εμπορεύεται το μαύρο,
ξεχνάει αν τον λέγανε Παύλο ή Σταύρο
αυτόνα που κοιμότανε μαζί του τρία χρόνια
και πλασάρανε μαζί χασίσι.
Τώρα κοιμάται μ’ όποιονε του το ζητήσει
έπαψε να ρωτά πότε θ’ απολυθεί,
από τη φυλακή ο Νάσος αυτόνα που του στέλνει χρόνια χασίσι
του παραγγέλνει, Παύλο, Παύλο είτε Σταύρο, όποιος είσαι
δε σε θυμάμαι, ξέχνα με και ζήσε,
δεν θυμάμαι η ζωή μας αν ήταν καλή ή κακή,
εγώ συνήθισα εδώ στη φυλακή,
εγώ συνήθισα εδώ στη φυλακή.
|
Sti filakí o Násos pulái ksirafákia ke chasísi,
perni apó to fílaka ooo baksísi,
to Stavro kséri, de tha lismonísi,
pu tu stélni ti mavri na pulísi ke na kapnísi.
Sti filakí o Násos pósa chrónia échi mésa den ton niázi
póso tha mini akómi mésa den ton skiázi,
ke pia chroniá th’ apolithi to `chi ksechási,
móno tis níchtes ligáki tromázi,
pu tu Stavru pia ta mátia den kalothimáte
ke den kimáte, ke den kimáte.
Sti filakí o Násos chrónia eborevete to mavro,
ksechnái an ton légane Pavlo í Stavro
aftóna pu kimótane mazí tu tría chrónia
ke plasárane mazí chasísi.
Tóra kimáte m’ ópione tu to zitísi
épapse na rotá póte th’ apolithi,
apó ti filakí o Násos aftóna pu tu stélni chrónia chasísi
tu parangélni, Pavlo, Pavlo ite Stavro, ópios ise
de se thimáme, kséchna me ke zíse,
den thimáme i zoí mas an ítan kalí í kakí,
egó siníthisa edó sti filakí,
egó siníthisa edó sti filakí.
|