Μες το σκοτάδι πάλι περνάει,
το παλικάρι που σ’ αγαπάει.
Φυλής και Σπάρτης στρίβει γωνία,
και τονε τρώει η αγωνία.
Την αγάπη σου έχεις δώσει,
σ’ έναν άλλον πιο λεφτά,
μα τα χείλια σου ζητάνε,
του λεβέντη τα φιλιά.
Κλαίει άκου, σαν μικρό παιδάκι,
βρε έβγα για λίγο στο μπαλκονάκι.
Μη του χαλάς άλλο χατίρι,
βάλε στις δυο το ξυπνητήρι.
Και μην ακούς άλλον κανένα,
αφού το θέλεις το παιδί,
πιο πολύ κι απ’ το χρυσάφι,
η αγάπη η αληθινή.
Σε βλέπω τώρα που κατεβαίνεις,
και την ψυχούλα μου πως τη γλυκαίνεις.
Βρε άιντε και τρέχεις στην αγκαλιά του,
και πάει να σπάσει η δόλια η καρδιά του.
Γεια στα χέρια σου βρε Θεέ μου,
που ‘πλασες τέτοιες ψυχές,
που γουστάρουν την αγάπη,
δίχως τζιριτζάντζουλες.
Γεια στα χέρια σου βρε Θεέ μου,
που ‘πλασες τέτοιες ψυχές,
που γουστάρουν την αγάπη,
δίχως τζιριτζάντζουλες.
|
Mes to skotádi páli pernái,
to palikári pu s’ agapái.
Filís ke Spártis strívi gonía,
ke tone trói i agonía.
Tin agápi su échis dósi,
s’ énan állon pio leftá,
ma ta chilia su zitáne,
tu levénti ta filiá.
Klei áku, san mikró pedáki,
vre évga gia lígo sto balkonáki.
Mi tu chalás állo chatíri,
vále stis dio to ksipnitíri.
Ke min akus állon kanéna,
afu to thélis to pedí,
pio polí ki ap’ to chrisáfi,
i agápi i alithiní.
Se vlépo tóra pu katevenis,
ke tin psichula mu pos ti glikenis.
Ore áinte ke tréchis stin agkaliá tu,
ke pái na spási i dólia i kardiá tu.
Gia sta chéria su vre Theé mu,
pu ‘plases téties psichés,
pu gustárun tin agápi,
díchos tziritzántzules.
Gia sta chéria su vre Theé mu,
pu ‘plases téties psichés,
pu gustárun tin agápi,
díchos tziritzántzules.
|