Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε
Ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας
Βγήκα μια βόλτα και μπροστά της βρέθηκα
Στάθηκα κι απόμεινα κοιτώντας
Φλόγες ζωηρές που τρεμοπαίζουνε
τα ρούχα, τα μαλλιά της στον αέρα
Στη στάση πέρα δώθε σπινθηρίζουνε
τα δυο της μάτια, κάρβουνα αναμμένα
Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου
σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο
κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα
κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο
|
Físikse o Oardáris ke kathárise
Ήlios les ke teliose o chimónas
Ogíka mia vólta ke brostá tis vréthika
Státhika ki apómina kitóntas
Flóges zoirés pu tremopezune
ta rucha, ta malliá tis ston aéra
Sti stási péra dóthe spinthirízune
ta dio tis mátia, kárvuna anamména
Prin na se chortásune ta mátia mu
se árpakse tharris to leoforio
ki émina na kitó kathós chanósuna
ki éftane os to kókalo to krío
|