Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας.
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες.
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε
και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.
Μια πεταλούδα πέταξε απ’ τα στήθια μας.
Ήτανε πιο λευκή απ’ το μικρό λευκό κλαδί
της άκρης των ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές,
πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε.
Το βράδυ ανάψαμε φωτιά και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:
Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα.
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη.
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας, λέγε μας τη ζωή.
Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ’ τα χέρια
κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν.
Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε
κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό το `χουμε νιώσει.
Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστά
και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε.
Είμαστε από καλή γενιά.
|
Sta chtímata vadísame óli méra
me tis ginekes tus ílius ta skiliá mas.
Peksame tragudísame ípiame neró
frésko kathós ksepídage apó tus eónes.
To apomesímero gia mia stigmí kathísame
ke kitachtíkame vathiá mésa sta mátia.
Mia petaluda pétakse ap’ ta stíthia mas.
Ήtane pio lefkí ap’ to mikró lefkó kladí
tis ákris ton oniron mas
Ksérame pos den ítan na svisti potés,
pos de thimótane kathólu ti skulíkia éserne.
To vrádi anápsame fotiá ke tragudusame giro trigiro:
Fotiá orea fotiá mi lipithis ta kutsura.
Fotiá orea fotiá mi ftásis os ti stáchti.
Fotiá orea fotiá kege mas, lége mas ti zoí.
Emis ti léme ti zoí tin piánume ap’ ta chéria
kitázume ta mátia tis pu mas ksanakitázun.
Ki an ine aftó pu mas methái magnítis to gnorízume
ki an ine aftó pu mas ponái kakó to `chume niósi.
Emis ti léme ti zoí pigenume brostá
ke cheretume ta puliá tis pu misevune.
Imaste apó kalí geniá.
|