Πάνω στου βότσαλου τη ράχη παίζει λύρα
ένας ξυπόλητος βοριάς τραγουδιστής
με την ανάσα του σου στέλνει την αρμύρα
και τους ανθούς της λεμονιάς για να λουστείς.
Ξανθό κοχύλι που όλο πάει κι επιστρέφει
Δεκαπενταύγουστο με φύκια στο ζωνάρι
Κρυφά ξυπνάς σαν μουσική στου νου το ντέφι
και στα μαλλιά σου του μαΐστρου το τροπάρι.
Μα σαν ανάψει του ουρανού το πυροφάνι
είσαι αυτό που θέλω μόνο και μου φτάνει.
Μέσα στα φύκια μόνη κρύβεσαι, το ξέρω
και καρτεράς ζεστό του νότου το στεφάνι
Πες μου τι θέλεις απ’ την Πόλη να σου φέρω
με τα δυο χέρια μου στη γη σου πυροφάνι.
|
Páno stu vótsalu ti ráchi pezi líra
énas ksipólitos voriás tragudistís
me tin anása tu su stélni tin armíra
ke tus anthus tis lemoniás gia na lustis.
Ksanthó kochíli pu ólo pái ki epistréfi
Dekapentavgusto me fíkia sto zonári
Krifá ksipnás san musikí stu nu to ntéfi
ke sta malliá su tu maΐstru to tropári.
Ma san anápsi tu uranu to pirofáni
ise aftó pu thélo móno ke mu ftáni.
Mésa sta fíkia móni krívese, to kséro
ke karterás zestó tu nótu to stefáni
Pes mu ti thélis ap’ tin Póli na su féro
me ta dio chéria mu sti gi su pirofáni.
|