Θα ‘ρθει μια μέρα της φωτιάς
κι η πόλη θα κοιμάται
και στα βαθιά σας όνειρα
γυμνοί θα περπατάτε
Θα ‘ρθει καιρός αγιάτρευτος
με τσόκαρα στα πόδια
και θα λαφιάση τα μωρά
τα δέντρα και τα βόδια
Όποιος κοιμάται
και δεν ακούσει
και δε μιλήσει
πικρούς αιώνες θα περιμένει
την άλλη κρίση
Θα ‘ρθει κρατώντας το σπαθί
το δίκοπο στο χέρι
και θα φωνάξει του φονιά
να ρίξει το μαχαίρι
θα ’ρθει ξανθός αρχάγγελος
απ’ την απάνω πόλη
να σπείρει δώδεκα φορές
το χέρσο περιβόλι
Όποιος κοιμάται
και δεν ακούσει
και δε μυρίσει
πικρούς αιώνες θα περιμένει
την άλλη κρίση
|
Tha ‘rthi mia méra tis fotiás
ki i póli tha kimáte
ke sta vathiá sas ónira
gimni tha perpatáte
Tha ‘rthi kerós agiátreftos
me tsókara sta pódia
ke tha lafiási ta morá
ta déntra ke ta vódia
Όpios kimáte
ke den akusi
ke de milísi
pikrus eónes tha periméni
tin álli krísi
Tha ‘rthi kratóntas to spathí
to díkopo sto chéri
ke tha fonáksi tu foniá
na ríksi to macheri
tha ’rthi ksanthós archángelos
ap’ tin apáno póli
na spiri dódeka forés
to chérso perivóli
Όpios kimáte
ke den akusi
ke de mirísi
pikrus eónes tha periméni
tin álli krísi
|