Η βάρκα έμπασε νερά
το κύμα πήρε τα κουπιά
κι ούτε που φαίνεται η στεριά
κι όλο βραδιάζει
Μες στου πελάγου τα ανοιχτά
αγκαλιαζόμαστε σφιχτά
ξάφνου μου λες ότι σαν φως
κάτι σου μοιάζει
Κι εγώ σου λέω πως αν θέλεις να σωθούμε μη με κρατάς
πρέπει ο καθένας μοναχός του ως το φως να κολυμπήσει
Ναι χανόμαστε, πνιγόμαστε
όσο ένας απ’ τον άλλονε κρατιόμαστε
όλο πιο πολύ, όλο πιο πολύ
χανόμαστε, πνιγόμαστε
μέσα στα κύματα αγκαλιά παρασυρόμαστε
όλο πιο πολύ, όλο πιο πολύ,
χανόμαστε
Η βάρκα έμπασε νερά
σαν τραγουδάκι απ τα παλιά
στ’ αυτιά μου ακούγεται γλυκά
με νανουρίζει
Βαθύ γαλάζιο ωκεανός
σε σκούρο φόντο ο ουρανός
κάποιος ζωγράφος θεϊκός
μας ζωγραφίζει
Κι εγώ φοβάμαι πως αν βγούμε στη στεριά, δε θα ‘χουμε σωθεί
Από τη βάρκα αυτή δεν μπόρεσε ποτέ κανένας να ξεφύγει
|
I várka ébase nerá
to kíma píre ta kupiá
ki ute pu fenete i steriá
ki ólo vradiázi
Mes stu pelágu ta anichtá
agkaliazómaste sfichtá
ksáfnu mu les óti san fos
káti su miázi
Ki egó su léo pos an thélis na sothume mi me kratás
prépi o kathénas monachós tu os to fos na kolibísi
Ne chanómaste, pnigómaste
óso énas ap’ ton állone kratiómaste
ólo pio polí, ólo pio polí
chanómaste, pnigómaste
mésa sta kímata agkaliá parasirómaste
ólo pio polí, ólo pio polí,
chanómaste
I várka ébase nerá
san tragudáki ap ta paliá
st’ aftiá mu akugete gliká
me nanurízi
Oathí galázio okeanós
se skuro fónto o uranós
kápios zográfos theikós
mas zografízi
Ki egó fováme pos an vgume sti steriá, de tha ‘chume sothi
Apó ti várka aftí den bórese poté kanénas na ksefígi
|