Σηκώθηκεν ο άνεμος
και σκίζει τα πανιά μας
πέφτει η βροχή και μούσκεψε
τα πιο κρυφά όνειρά μας
μα εσύ μικρή τρελή και παραπονεμένη
το ‘λεγες πως θα γίνουσαν
μικρή λησμονημένη;
Σε πάτησαν τα πόδια μας
σε μάτωσεν η βια μας
σου σπάσανε τα κόκαλα
τ’ ασθενικά παιδιά μας
κι όταν ξερή κι αναίσθητη σε πέταξαν στο χώμα
ποιος τάχα σε θυμήθηκε
έτσι θλιμμένη
μικρή λησμονημένη;
|
Sikóthiken o ánemos
ke skízi ta paniá mas
péfti i vrochí ke muskepse
ta pio krifá ónirá mas
ma esí mikrí trelí ke paraponeméni
to ‘leges pos tha ginusan
mikrí lismoniméni;
Se pátisan ta pódia mas
se mátosen i via mas
su spásane ta kókala
t’ astheniká pediá mas
ki ótan kserí ki anesthiti se pétaksan sto chóma
pios tácha se thimíthike
étsi thlimméni
mikrí lismoniméni;
|