Μ’ αρέσει γλέντι φουντωτό, τον κόσμο δεν ψηφάω, και να’ χω δίπλα μου νταλκά μόνο γι’ αυτό ψοφάω.
Δε λογαριάζω τα λεφτά, σ’ αυτόν που μου γουστάρει, φτάνει να ‘χω τις γλύκες μου και την ψυχή μου ας πάρει.
Δε δίνω δυάρα σ’ ό,τι πουν που πίνω και γλεντάω. Τέτοια ζωή γουστάρω εγώ και σπίτι μου δεν πάω.
Κι εσύ κοσμάκη που γλεντάς στο νόημα εμπήκες. Γλέντι δίχως ποδόγυρο δεν έχει τόσες γλύκες.
Μ’ αρέσουν γούστα έξυπνα γιατί είμ’ απ’ τις μοντέρνες, και τη ζωή μου θα χαρώ πάντα μες στις ταβέρνες.
Κι εσύ κοσμάκη που γλεντάς στο νόημα εμπήκες. Γλέντι δίχως ποδόγυρο δεν έχει τόσες γλύκες.
-Γεια σου Μανησαλή μου! Να χαρώ το βιολάκι σου παιδί μου!
|
M’ arési glénti funtotó, ton kósmo den psifáo, ke na’ cho dípla mu ntalká móno gi’ aftó psofáo.
De logariázo ta leftá, s’ aftón pu mu gustári, ftáni na ‘cho tis glíkes mu ke tin psichí mu as pári.
De díno diára s’ ó,ti pun pu píno ke glentáo. Tétia zoí gustáro egó ke spíti mu den páo.
Ki esí kosmáki pu glentás sto nóima ebíkes. Glénti díchos podógiro den échi tóses glíkes.
M’ arésun gusta éksipna giatí im’ ap’ tis montérnes, ke ti zoí mu tha charó pánta mes stis tavérnes.
Ki esí kosmáki pu glentás sto nóima ebíkes. Glénti díchos podógiro den échi tóses glíkes.
-Gia su Manisalí mu! Na charó to violáki su pedí mu!
|