Απ’ το στενό της φυλακής το παραθύρι
τον ουρανό, χαμένος όπως είναι, δεν κοιτάει.
Είχε σκοτώσει αυτήν που αγαπούσε
μα κι ο καθένας μας σκοτώνει ότι αγαπάει.
Άλλοι τον έρωτα πουλούν ή αγοράζουν.
Ετούτος `δω, πλήρωσε, δεν ξεχνάει!
Και όλοι εμείς άθλιοι κλέφτες ξεπεσμένοι,
πάνω σε χέρια πονεμένα ξαγρυπνάμε
και σαν καυτό μολύβι τα δάκρυά μας
για κάποιο αίμα που δεν είχαμε χυμένο,
στη φυλακή που οι τοίχοι είναι ψηλοί
και στάζουν κάτω από ένα ουρανό μολυβένιο!
Ο διευθυντής με αυστηρότητα
τους νόμους στην εντέλεια τους τηρούσε.
Είχαμε ένα γιατρό όπου το θάνατο,
σαν μια απλή μεταβολή τον εξηγούσε.
Πρωί και βράδυ ο παππάς ερχότανε
και λίγες λειτουργίες μας πετούσε!
Χαμένοι σαν τον άνθρωπο που βάλτωσε
και που σε βρώμικα σκοτάδια μέσα ψάχνει,
την προσευχή μας δεν τολμούσαμε να κάνουμε
τόσο μας είχε η αγωνία αποκάμει.
Κάτι νεκρό μέσα στα στήθια μας,
ήταν η ελπίδα που είχε μέσα μας πεθάνει!
|
Ap’ to stenó tis filakís to parathíri
ton uranó, chaménos ópos ine, den kitái.
Iche skotósi aftín pu agapuse
ma ki o kathénas mas skotóni óti agapái.
Άlli ton érota pulun í agorázun.
Etutos `do, plírose, den ksechnái!
Ke óli emis áthlii kléftes ksepesméni,
páno se chéria poneména ksagripnáme
ke san kaftó molívi ta dákriá mas
gia kápio ema pu den ichame chiméno,
sti filakí pu i tichi ine psili
ke stázun káto apó éna uranó molivénio!
O diefthintís me afstirótita
tus nómus stin entélia tus tiruse.
Ichame éna giatró ópu to thánato,
san mia aplí metavolí ton eksiguse.
Pri ke vrádi o pappás erchótane
ke líges liturgies mas petuse!
Chaméni san ton ánthropo pu váltose
ke pu se vrómika skotádia mésa psáchni,
tin prosefchí mas den tolmusame na kánume
tóso mas iche i agonía apokámi.
Káti nekró mésa sta stíthia mas,
ítan i elpída pu iche mésa mas petháni!
|