Μπήκα στ’ αμάξι κι έφυγα
μια νύχτα ξαφνικά
κατέβηκα στη θάλασσα
στα μέρη τα γνωστά
και κάπνισα και σκέφτηκα
και κάπνισα ξανά
και πήγα κι επισκέφτηκα
ένα φίλο απ’ τα παλιά.
Μου άνοιξε αλλιώτικος
με τα μισά μαλλιά
γελούσαμε σαν δυο χαζοί
χωρίς να πούμε γεια
με κέρασε γλυκό κρασί
και φρούτα δροσερά
πως σου ‘ρθε όλο με ρώταγε
και ήρθες ξαφνικά.
Φίλε μου, πες μου που τραβάμε
και δε βλεπόμαστε
και δε μιλάμε
τα ίδια ονειρευόμαστε
γιατί δεν τραγουδάμε.
Και του ‘πα πως βαρέθηκα
την τρύπια μου ζωή
που όλο την εγέμιζα
μα έμενε αδειανή
κι απόψε σαν να ξύπνησα
απ’ όνειρο κακό
το ‘σκασα σαν μικρό παιδί
και ήρθα να σε βρω.
Φίλε μου, πες μου που τραβάμε
και δε βλεπόμαστε
και δε μιλάμε
τα ίδια ονειρευόμαστε
γιατί δεν τραγουδάμε.
|
Bíka st’ amáksi ki éfiga
mia níchta ksafniká
katévika sti thálassa
sta méri ta gnostá
ke kápnisa ke skéftika
ke kápnisa ksaná
ke píga ki episkéftika
éna fílo ap’ ta paliá.
Mu ánikse alliótikos
me ta misá malliá
gelusame san dio chazi
chorís na pume gia
me kérase glikó krasí
ke fruta droserá
pos su ‘rthe ólo me rótage
ke írthes ksafniká.
Fíle mu, pes mu pu traváme
ke de vlepómaste
ke de miláme
ta ídia onirevómaste
giatí den tragudáme.
Ke tu ‘pa pos varéthika
tin trípia mu zoí
pu ólo tin egémiza
ma émene adianí
ki apópse san na ksípnisa
ap’ óniro kakó
to ‘skasa san mikró pedí
ke írtha na se vro.
Fíle mu, pes mu pu traváme
ke de vlepómaste
ke de miláme
ta ídia onirevómaste
giatí den tragudáme.
|