Όταν βλέπω πόσο λίγα σου `χω δώσει
τις κουβέντες τις πικρές που σου `χω πει
πόσο θα θελα για μια στιγμή μονάχα
να γυρνούσε η ζωή μου στην αρχή.
Όσα λάθη έχω κάνει να διορθώσω
και να ζήσω ζωή μόνο για σένα
κι όσα μείνανε στη μέση να τελειώσω
και να σβήσω όσα ήτανε γραμμένα.
Αχ, δεν είν’ ο θάνατος που με τυραννάει,
είναι η στιγμή, είναι η στιγμή που περνάει και χάνεται.
Πόσοι μήνες, πόσα χρόνια πεταμένα
ό, τι χάνεται ακόμα με τρομάζει
κι η εικόνα σου που φαίνεται στον τοίχο
μόνη έξοδος κινδύνου τώρα μοιάζει.
Αχ, δεν είν’ ο θάνατος που με τυραννάει
είν’ η στιγμή, είν’ η στιγμή που περνάει και χάνεται.
|
Όtan vlépo póso líga su `cho dósi
tis kuvéntes tis pikrés pu su `cho pi
póso tha thela gia mia stigmí monácha
na girnuse i zoí mu stin archí.
Όsa láthi écho káni na diorthóso
ke na zíso zoí móno gia séna
ki ósa minane sti mési na telióso
ke na svíso ósa ítane gramména.
Ach, den in’ o thánatos pu me tirannái,
ine i stigmí, ine i stigmí pu pernái ke chánete.
Pósi mínes, pósa chrónia petaména
ó, ti chánete akóma me tromázi
ki i ikóna su pu fenete ston ticho
móni éksodos kindínu tóra miázi.
Ach, den in’ o thánatos pu me tirannái
in’ i stigmí, in’ i stigmí pu pernái ke chánete.
|