Τα μάτια σου δε γνώρισα χτες βράδυ
Τα μάτια μου σαν σίδερα βαριά
φοβήθηκαν το άδειο σου το χάδι
και κλείδωσαν, σε αρνήθηκαν ξανά
Χειμώνας κι η ανάσα σου παγώνει
ξεπλένει τα κομμάτια σου η βροχή
καπνίζεις μες στη νύχτα στο μπαλκόνι
και λες δε σε χωράει όλη η γη
Άλλα μη λες
σκίζει στιγμές
η αλήθεια
Άλλο μην κλαις
Όλα τα καίει
Η συνήθεια
Κι εγώ να κάνω πως κοιμάμαι
Κι εγώ να κάνω ότι είμαι εδώ
Κι ας έχω φύγει από καιρό
Και φόρεσες τα μαύρα σου τα ρούχα
Μαζί με ένα κόκκινο κασκόλ
Μα ξέχασες στο σπίτι τα παπούτσια
η ανάσα σου ποτάμια αλκοόλ
Ξυπόλητος την άνοιξη γυρεύεις
Περπάτησες ξανά ως το πρωί
Γυρνάς και με το μέσα σου παλεύεις
που χάθηκες και χάσαμε μαζί
|
Ta mátia su de gnórisa chtes vrádi
Ta mátia mu san sídera variá
fovíthikan to ádio su to chádi
ke klidosan, se arníthikan ksaná
Chimónas ki i anása su pagóni
ksepléni ta kommátia su i vrochí
kapnízis mes sti níchta sto balkóni
ke les de se chorái óli i gi
Άlla mi les
skízi stigmés
i alíthia
Άllo min kles
Όla ta kei
I siníthia
Ki egó na káno pos kimáme
Ki egó na káno óti ime edó
Ki as écho fígi apó keró
Ke fóreses ta mavra su ta rucha
Mazí me éna kókkino kaskól
Ma kséchases sto spíti ta paputsia
i anása su potámia alkoól
Ksipólitos tin ániksi girevis
Perpátises ksaná os to pri
Girnás ke me to mésa su palevis
pu cháthikes ke chásame mazí
|