Ι.Χ. κι αεροπλάνα,
τρένα, υπεραστικά,
πλοία βιαστικά μας παίρνουν
δε μας πάνε πουθενά.
Είν’ ο ένας πλάι στον άλλον
κι όμως μίλια μακριά,
με αυτόματο πιλότο
που οδηγάει στα τυφλά.
Ένα τρένο είν’ ο κόσμος
στην ομίχλη ένας συρμός,
που αμήχανα οδηγάει
μπρος ο μηχανοδηγός.
‘Κει που δεν υπάρχει τόπος
σε αόρατο ουρανό,
‘κεί φιλούν χείλι με χείλι
αδερφός τον αδερφό.
|
I.Ch. ki aeroplána,
tréna, iperastiká,
plia viastiká mas pernun
de mas páne puthená.
In’ o énas plái ston állon
ki ómos mília makriá,
me aftómato pilóto
pu odigái sta tiflá.
Έna tréno in’ o kósmos
stin omíchli énas sirmós,
pu amíchana odigái
bros o michanodigós.
‘Ki pu den ipárchi tópos
se aórato uranó,
‘ki filun chili me chili
aderfós ton aderfó.
|