Πέφτει πέφτει η νύχτα
και οι άνθρωποι κλείνονται σπίτι,
να που τώρα βραδιάζει
κι οι κυράτσες ουρλιάζουν σαν λύκοι.
Κι απ’ την πόρτα μου βγαίνω
και μπανίζω μια ροζ να φρενάρει,
πέφτει πέφτει η νύχτα
και το μπλε λεωφορείο μας κορνάρει.
Και καθώς προχωράω
όλο βλέπω φωτεινές πινακίδες
που μια κούκλα μου λέει
τυχερός είσαι μάγκα που μ’ είδες.
Πέφτει μαύρο σεντόνι
και καπνίζουν στη σκοπιά οι φαντάροι
περιμένω να βρω
ένα άδειο ταξί να με πάρει.
Πέφτει πέφτει η νύχτα
και σκορπίζει στην πόλη ησυχία
να που τώρα βραδιάζει
κι ερημώνει ξανά η πλατεία.
Πέφτει μαύρο σεντόνι
κι οι κυράτσες ροχαλίζουν στα όνειρά τους
πέφτει πέφτει η νύχτα
κι όλοι τώρα φοράν τα κλουβιά τους.
|
Péfti péfti i níchta
ke i ánthropi klinonte spíti,
na pu tóra vradiázi
ki i kirátses urliázun san líki.
Ki ap’ tin pórta mu vgeno
ke banízo mia roz na frenári,
péfti péfti i níchta
ke to ble leoforio mas kornári.
Ke kathós prochoráo
ólo vlépo fotinés pinakídes
pu mia kukla mu léi
ticherós ise mágka pu m’ ides.
Péfti mavro sentóni
ke kapnízun sti skopiá i fantári
periméno na vro
éna ádio taksí na me pári.
Péfti péfti i níchta
ke skorpízi stin póli isichía
na pu tóra vradiázi
ki erimóni ksaná i platia.
Péfti mavro sentóni
ki i kirátses rochalízun sta ónirá tus
péfti péfti i níchta
ki óli tóra forán ta kluviá tus.
|