Τρώω χορδές και πίνω νότες,
λέω για κάθε τι πάνω στη γη,
ξυράφι τ’ αφτί μου, το χέρι μου αστράφτει,
πετάει η κιθάρα μου στης νότας την κραυγή.
Βροχή λουλούδια, προβολείς,
για μένα φέγγουν όλα αυτά,
κι όλα τα βλέπω αληθινά,
χειροκροτήματα, για μένανε, πολλά,
χειροκροτήματα, για μένανε, πολλά,
χειροκροτήματα, για μένανε, πολλά.
Τρώω χορδές και πίνω νότες,
λέω για κάθε τι πάνω στη γη,
ξυράφι τ’ αφτί μου, το χέρι μου αστράφτει,
πετάει η κιθάρα μου στης νότας την κραυγή.
Κι όταν κλείσει η αυλαία
και το πλήθος απ’ τα μάτια μου χαθεί,
μένω μόνος, με παρέα
την ατέλειωτη, την ατέλειωτη,
την ατέλειωτη σιωπή.
|
Tróo chordés ke píno nótes,
léo gia káthe ti páno sti gi,
ksiráfi t’ aftí mu, to chéri mu astráfti,
petái i kithára mu stis nótas tin kravgí.
Orochí luludia, provolis,
gia ména féngun óla aftá,
ki óla ta vlépo alithiná,
chirokrotímata, gia ménane, pollá,
chirokrotímata, gia ménane, pollá,
chirokrotímata, gia ménane, pollá.
Tróo chordés ke píno nótes,
léo gia káthe ti páno sti gi,
ksiráfi t’ aftí mu, to chéri mu astráfti,
petái i kithára mu stis nótas tin kravgí.
Ki ótan klisi i avlea
ke to plíthos ap’ ta mátia mu chathi,
méno mónos, me paréa
tin atélioti, tin atélioti,
tin atélioti siopí.
|