Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς και είχε στο κεφάλι του ένα κερατάκι.
Το είχε πολύ κρυφό, μα πως να το κρύψει και από τον κουρέα του;
Κάθε φορά όμως που πήγαινε να του κόψει τα μαλλιά, ο βασιλιάς τον φοβέριζε να μην το πει σε κανένα, γιατί θα του πάρει το κεφάλι.
Άλλος κανένας δεν το ήξερε εκτός από τον κουρέα του βασιλιά.
Ο κουρέας δεν μπορούσε να βαστάξει το μυστικό, μα φοβόνταν πάλι. Τι να κάνει; Που να το πει;
Πήγε σ’ ένα πηγάδι, έσκυψε από πάνω και φώναξε μ’ όλη του την καρδιά: Ο βασιλιάς έχει κερατάκι!
Ύστερα από λίγον καιρό το πηγάδι ξεράθηκε, και φύτρωσε μέσα του μια καλαμιά.
Η καλαμιά μεγάλωσε και μια μέρα πέρναγεν ένας τσοπάνης, έκοψε την καλαμιά κι έκανε μια φλογέρα και την έπαιζε.
Μα η φλογέρα έλεγε: Μπι, μπι, ο βασιλιάς έχει κερατάκι, ο βασιλιάς έχει κερατάκι!
Το άκουσεν ένας, το άκουσεν άλλος, το έμαθεν όλη η χώρα, έφτασε και στ’ αυτιά του βασιλιά.
Στέλνει ο βασιλιάς, φωνάζει τον κουρέα.
– Που τον είπες αυτόν το λόγο; τον ρωτάει.
Ο καημένος ο κουρέας ορκιζόταν πως δεν το είπε σε κανένα. Μόνο μια φορά, λέει, δεν βάσταξα και πήγα και το είπα μέσα στο πηγάδι.
Φωνάζουν και τον τσοπάνη κι αυτός μαρτύρησε πως τη φλογέρα την έκαμε από ένα καλάμι που βγήκε μέσα στο πηγάδι. Έτσι φανερώθηκε πως κάποτε ριζώνουν και τα λόγια.
|
Mia forá ítan énas vasiliás ke iche sto kefáli tu éna keratáki.
To iche polí krifó, ma pos na to krípsi ke apó ton kuréa tu;
Káthe forá ómos pu pígene na tu kópsi ta malliá, o vasiliás ton fovérize na min to pi se kanéna, giatí tha tu pári to kefáli.
Άllos kanénas den to íksere ektós apó ton kuréa tu vasiliá.
O kuréas den boruse na vastáksi to mistikó, ma fovóntan páli. Ti na káni; Pu na to pi;
Píge s’ éna pigádi, éskipse apó páno ke fónakse m’ óli tu tin kardiá: O vasiliás échi keratáki!
Ύstera apó lígon keró to pigádi kseráthike, ke fítrose mésa tu mia kalamiá.
I kalamiá megálose ke mia méra pérnagen énas tsopánis, ékopse tin kalamiá ki ékane mia flogéra ke tin épeze.
Ma i flogéra élege: Bi, bi, o vasiliás échi keratáki, o vasiliás échi keratáki!
To ákusen énas, to ákusen állos, to émathen óli i chóra, éftase ke st’ aftiá tu vasiliá.
Stélni o vasiliás, fonázi ton kuréa.
– Pu ton ipes aftón to lógo; ton rotái.
O kaiménos o kuréas orkizótan pos den to ipe se kanéna. Móno mia forá, léi, den vástaksa ke píga ke to ipa mésa sto pigádi.
Fonázun ke ton tsopáni ki aftós martírise pos ti flogéra tin ékame apó éna kalámi pu vgíke mésa sto pigádi. Έtsi faneróthike pos kápote rizónun ke ta lógia.
|