Περνούν οι ώρες, περνούν οι μέρες
θηλιές με πνίγουν οι στεναγμοί,
στα δάχτυλά μου γίνανε βέρες
και δε μ’ αφήνουν, αχ, ούτε στιγμή.
Αχ, καρδιά μου μόνη
πικρό αηδόνι της σιωπής,
αχ, θέλεις να κλάψεις, θες να φωνάξεις
μα δεν μπορείς.
Αχ, καρδιά μου μόνη
βουνό οι πόνοι της προσμονής.
Ποιον να φωνάξω αυτή την ώρα
όλοι οι άνθρωποι έχουν χαθεί,
νιώθω σαν ξένος σ’ αυτή τη χώρα
και την αγάπη, αχ, σαν φυλακή.
|
Pernun i óres, pernun i méres
thiliés me pnígun i stenagmi,
sta dáchtilá mu ginane véres
ke de m’ afínun, ach, ute stigmí.
Ach, kardiá mu móni
pikró aidóni tis siopís,
ach, thélis na klápsis, thes na fonáksis
ma den boris.
Ach, kardiá mu móni
vunó i póni tis prosmonís.
Pion na fonákso aftí tin óra
óli i ánthropi échun chathi,
niótho san ksénos s’ aftí ti chóra
ke tin agápi, ach, san filakí.
|