Καρφωτή στο νερό
σ’ ένα μπλε που όλο σπάει,
καρφωτή στον καθρέφτη
που σπάει,
καρφωτή σ’ ένα μπλε
που με κόβει,
στα δύο με κόβει.
Με τα μάτια ανοιχτά
πόντο, πόντο
μετράω τη βουτιά.
Στη ζωή σου χωράω
Στριμωχτά.
Καρφωτή στον βυθό
και το ρούχο να πλέει,
καρφωτή εδώ κάτω
αχ! ποιος αναπνέει,
μια βουτιά
καρφωτή στον βυθό,
απλωτή στο κενό.
Με τα μάτια ανοιχτά
πόντο, πόντο
μετράω τη βουτιά.
Στη ζωή σου χωράω
Στριμωχτά.
Καρφωτή μια ζωή
και ο τοίχος κρατάει.
Η ταχύτητα αυτή
που με πάει
με τραβάει και με πάει.
Καρφωτή στον γκρεμό
μια ζωή στο φτερό.
|
Karfotí sto neró
s’ éna ble pu ólo spái,
karfotí ston kathréfti
pu spái,
karfotí s’ éna ble
pu me kóvi,
sta dío me kóvi.
Me ta mátia anichtá
pónto, pónto
metráo ti vutiá.
Sti zoí su choráo
Strimochtá.
Karfotí ston vithó
ke to rucho na pléi,
karfotí edó káto
ach! pios anapnéi,
mia vutiá
karfotí ston vithó,
aplotí sto kenó.
Me ta mátia anichtá
pónto, pónto
metráo ti vutiá.
Sti zoí su choráo
Strimochtá.
Karfotí mia zoí
ke o tichos kratái.
I tachítita aftí
pu me pái
me travái ke me pái.
Karfotí ston gkremó
mia zoí sto fteró.
|