Με ρώτησε ο Θεός μες στ’ όνειρό μου
που θα ’θελα απόψε να βρισκόμουνα.
Κι εγώ του είπα μέσ’ απ’ τ’ αναφιλητό μου:
“Στην αγκαλιά του, Θεέ μου, να κοιμόμουνα.”
Κι έκλαιγε μαζί μου ο Θεός
σαν ένας άνθρωπος απλός,
σαν ένας φίλος μου καλός.
Κι έκλαιγε μαζί μου ο Θεός.
Με ρώτησε ο Θεός μες στ’ όνειρό μου:
“Γιατί τον αγαπάς, αφού πληγώθηκες;”
Κι εγώ του είπα μέσ’ απ’ τ’ αναφιλητό μου:
“Για την αγάπη, Θεέ μου, εσύ σταυρώθηκες.”
Κι έκλαιγε μαζί μου ο Θεός
σαν ένας άνθρωπος απλός,
σαν ένας φίλος μου καλός.
Κι έκλαιγε μαζί μου ο Θεός.
|
Me rótise o Theós mes st’ óniró mu
pu tha ’thela apópse na vriskómuna.
Ki egó tu ipa més’ ap’ t’ anafilitó mu:
“Stin agkaliá tu, Theé mu, na kimómuna.”
Ki éklege mazí mu o Theós
san énas ánthropos aplós,
san énas fílos mu kalós.
Ki éklege mazí mu o Theós.
Me rótise o Theós mes st’ óniró mu:
“Giatí ton agapás, afu pligóthikes;”
Ki egó tu ipa més’ ap’ t’ anafilitó mu:
“Gia tin agápi, Theé mu, esí stavróthikes.”
Ki éklege mazí mu o Theós
san énas ánthropos aplós,
san énas fílos mu kalós.
Ki éklege mazí mu o Theós.
|