Όπως κλείνουνε, όπως σβήνουνε
τα τριαντάφυλλα ‘κει δα,
έτσι κλείσανε και τα μάτια σου
του Νοέμβρη μια βραδιά,
έτσι κλείσανε και τα μάτια σου
του Νοέμβρη μια βραδιά.
Κι όπως φθινοπωριάζει,
φύλλο η καρδιά μου μοιάζει,
ένα πεσμένο φύλλο,
άνθρωπος δίχως φίλο,
σπίτι που δε γιορτάζει.
Τώρα δίπλωσες, τώρα σταύρωσες
τις φτερούγες σου αητέ,
όλα τα `λεγα, πως θα ορφάνευα
δεν το πίστευα ποτέ,
όλα τα `λεγα, πως θα ορφάνευα
δεν το πίστευα ποτέ.
Κι όπως φθινοπωριάζει,
φύλλο η καρδιά μου μοιάζει,
ένα πεσμένο φύλλο,
άνθρωπος δίχως φίλο,
σπίτι που δε γιορτάζει.
|
Όpos klinune, ópos svínune
ta triantáfilla ‘ki da,
étsi klisane ke ta mátia su
tu Noémvri mia vradiá,
étsi klisane ke ta mátia su
tu Noémvri mia vradiá.
Ki ópos fthinoporiázi,
fíllo i kardiá mu miázi,
éna pesméno fíllo,
ánthropos díchos fílo,
spíti pu de giortázi.
Tóra díploses, tóra stavroses
tis fteruges su aité,
óla ta `lega, pos tha orfáneva
den to písteva poté,
óla ta `lega, pos tha orfáneva
den to písteva poté.
Ki ópos fthinoporiázi,
fíllo i kardiá mu miázi,
éna pesméno fíllo,
ánthropos díchos fílo,
spíti pu de giortázi.
|