Άναψε πάλι η σβησμένη φωτιά
στις στάχτες της σαν φλόγα
παιχνιδίζω, ξαναγυρίζω.
Το ‘σκασα απ’ της νύχτας την αγκαλιά
σαν λάμψη το σκοτάδι της
ξεσκίζω, ξαναγυρίζω.
Στων χτύπων σου τον ήχο
να τραγουδήσω
στις φλέβες σου σαν αίμα
να κυλίσω
και στων σφυγμών σου το χορό
να ζαλιστώ.
Μες στης αλήθειας σου το φως
να πλημμυρίσω
απ’ το ποτήρι σου να πιω
και να μεθύσω
και στης αγάπης σου
τη χώρα να χαθώ.
Έριξα πλάνες και στοιχειά
στη φωτιά
και μόνος μου το δρόμο
συνεχίζω, ξαναγυρίζω
πάγωσε η ψυχή μου στη λησμονιά
στον ήλιο της πατρίδας σου
γυρίζω, ξαναγυρίζω.
|
Άnapse páli i svisméni fotiá
stis stáchtes tis san flóga
pechnidízo, ksanagirízo.
To ‘skasa ap’ tis níchtas tin agkaliá
san lámpsi to skotádi tis
kseskízo, ksanagirízo.
Ston chtípon su ton ícho
na tragudíso
stis fléves su san ema
na kilíso
ke ston sfigmón su to choró
na zalistó.
Mes stis alíthias su to fos
na plimmiríso
ap’ to potíri su na pio
ke na methíso
ke stis agápis su
ti chóra na chathó.
Έriksa plánes ke stichiá
sti fotiá
ke mónos mu to drómo
sinechízo, ksanagirízo
págose i psichí mu sti lismoniá
ston ílio tis patrídas su
girízo, ksanagirízo.
|