Τη Δευτέρα σε αγγίζω,
σε παλιές φωτογραφίες.
Κάθε βράδυ σε φιλάω,
μ’ αναμνήσεις στο μυαλό.
Την Τετάρτη βγαίνω έξω,
και τους δρόμους πάλι παίρνω.
Πάω εκεί που `χαμε ζήσει,
τις στιγμές που νοσταλγώ.
Ήσουν Κυριακή για μένα.
Μάτια μου αγαπημένα.
Κι όλο ψάχνω στα χαμένα.
Μήπως και σε βρω.
Τόσες Κυριακές μετράω.
Που `χεις φύγει από μένα.
Και μου φαίνεται σαν ψέμα.
Που δεν είσαι εδώ.
Κάθε απόγευμα διαβάζω,
γράμματα που μου `χες στείλει.
Και συνέχεια κοιτάζω,
πράγματά σου π’ αγαπώ.
Σάββατο όταν φτάνει ρίχνω,
μες το σπίτι τ’ άρωμα σου.
Για να νιώθω ότι είσαι,
κάπου δίπλα μου εδώ.
|
Ti Deftéra se angizo,
se paliés fotografíes.
Káthe vrádi se filáo,
m’ anamnísis sto mialó.
Tin Tetárti vgeno ékso,
ke tus drómus páli perno.
Páo eki pu `chame zísi,
tis stigmés pu nostalgó.
Ήsun Kiriakí gia ména.
Mátia mu agapiména.
Ki ólo psáchno sta chaména.
Mípos ke se vro.
Tóses Kiriakés metráo.
Pu `chis fígi apó ména.
Ke mu fenete san pséma.
Pu den ise edó.
Káthe apógevma diavázo,
grámmata pu mu `ches stili.
Ke sinéchia kitázo,
prágmatá su p’ agapó.
Sávvato ótan ftáni ríchno,
mes to spíti t’ ároma su.
Gia na niótho óti ise,
kápu dípla mu edó.
|