Όταν στα μάτια σε κοιτώ
δε θέλω να τα κλείνεις,
γίνεσαι νύχτα βροχερή
κι απ’ έξω με αφήνεις.
Εγώ τον πόνο τον βαστώ
την πίκρα την αντέχω,
κλαίω γιατί σε ξέχασα
και όχι που δε σ’ έχω.
Τα μάτια τα ψιχαλιστά
βουρκώνουν μα δεν κλαίνε
και τα πολλά τους μυστικά
τα κρύβουν, δεν τα λένε.
Καλύτερα που δε μιλάς
τα λόγια μας ξεχνιούνται
όσα ποτέ δεν είπαμε
αυτά δε λησμονιούνται.
Τα μάτια σου τα καστανά
άλλα να μην κοιτάξουν
φοβάμαι μην ξενιτευτούν
και πάνε αλλού να κλάψουν.
|
Όtan sta mátia se kitó
de thélo na ta klinis,
ginese níchta vrocherí
ki ap’ ékso me afínis.
Egó ton póno ton vastó
tin píkra tin antécho,
kleo giatí se kséchasa
ke óchi pu de s’ écho.
Ta mátia ta psichalistá
vurkónun ma den klene
ke ta pollá tus mistiká
ta krívun, den ta léne.
Kalítera pu de milás
ta lógia mas ksechniunte
ósa poté den ipame
aftá de lismoniunte.
Ta mátia su ta kastaná
álla na min kitáksun
fováme min kseniteftun
ke páne allu na klápsun.
|