Ως τα χείλη από μέσα μου η ορμή μου
μα η λάσπη μου ‘χει πνίξει τη φωνή μου
το κορμί μου σαν αδέσποτο σκυλί
τριγυρνάει εδώ κι εκεί.
Ε, τώρα μέρες έχω κάτι να σου πω
μα με πνίγει ένας κόμπος στο λαιμό
μια καλή, καλή στιγμή εδώ δεν έχω γνωρίσει.
Οι τυφλοσούρτες δεν αξίζουν μια πεντάρα
και τα νεύρα μου γίνανε μαντάρα
τα ξημερώματα αγκαζέ με μια Βαρβάρα,
ρίχνω στον τοίχο κουτουλιές.
Απ’ τα πλάγια λόγια έπαθα κακό
όμως κι εσύ είσαι μέσα στο συρμό
χαρακίρι και νυστέρι στο μυαλό
μη με σφάζεις με το γάντι.
|
Os ta chili apó mésa mu i ormí mu
ma i láspi mu ‘chi pníksi ti foní mu
to kormí mu san adéspoto skilí
trigirnái edó ki eki.
E, tóra méres écho káti na su po
ma me pnígi énas kóbos sto lemó
mia kalí, kalí stigmí edó den écho gnorísi.
I tiflosurtes den aksízun mia pentára
ke ta nevra mu ginane mantára
ta ksimerómata agkazé me mia Oarvára,
ríchno ston ticho kutuliés.
Ap’ ta plágia lógia épatha kakó
ómos ki esí ise mésa sto sirmó
charakíri ke nistéri sto mialó
mi me sfázis me to gánti.
|