Περπατώ, περπατώ εις το δάσος
όταν ο Λύκος δεν είναι εδώ
Λύκε, λύκε είσαι εδώ
Λύκε
Μ’ έσυρες έξω απ’ το σπίτι στα τέσσερα μου χρόνια
ξεροστάλιαζες στα χαλάσματα, στην άκρη της πόλης
εκεί, στην άκρη του αγνώστου, για ένα σου μόνο βλέμμα
Μ’ έβρισκες τότε πολύ μικρή, η νίκη σου πάνω μου
με μάγεψε, και ύπουλα περίμενες στην εφηβεία
να τρυπώσεις στο σώμα μου, να μου κρυφτείς εκεί
και να νιώθω από μέσα μου τη καυτή, βρωμερή σου ανάσα
Η πείνα σου κατοίκησε τα μάτια μου
το ουρλιαχτό σου στοίχισε το τραγούδι μου, η ψυχή μου, αγρίεψε
και αφού καταβρόχθισες τα χρόνια μου κι όλα τα ευγενικά μου δώρα
άρχισες να κυνηγάς σώματα ξένα
Έγινα η σκιά σου, όμως τέρας, σπάνια έβγαινες πια στο φως
και για να γλιτώσεις από μένα, τρύπωνες όλο και πιο πολύ
στο πιο βαθύ σκοτάδι
Δε λέω, υπήρξαν και καλές στιγμές
Κάποιες φορές, πλημμύριζε ο ουρανός όλο άστρα
για λίγο, για όσο κρατάει ένα βλέμμα, και έπειτα κάθαρμα
με έσερνες πιο βαθιά στο σκοτεινό σου δάσος
Σ’ ένα κυνήγι, ανελέητο
Χειρότερα κι από αγρίμια μπλεχτήκαμε σε πάλη ως εσχάτων
ξεσκίσαμε την ψυχή μας, πασαλειφτήκαμε αίμα
με έμαθες να ζητάω για να σε δω να δίνεις όχι σε μένα
αλλού, ώσπου γέρασα μαλάκα
και τώρα έτσι κι αλλιώς, δεν είμαι πια για σένα
και συ, που όλα όσα θέλεις μα δεν μπόρεσες, δεν είσαι πια για μένα
Λύκε μου, πήγαινε με πίσω, να πάρουμε το παραμύθι από την αρχή
βάλε μου δράκους, βάλε μου μάγισσες, δε θα κωλώσω
μονάχα εκεί, στην άκρη άκρη, βάλε ένα σπίτι με ένα φωτάκι τόσο δα να
ένα τόσο δα μικρό φωτάκι, για να `χω την ψευδαίσθηση
πως ίσως κάποιος εκεί, κρατάει αναμμένη μια φωτιά, κι ότι με περιμένει
Σ’ αφήνω λύκε
Κι εσύ που το όνομα σου στ’ αρχαία χρόνια ήτανε φως
μείνε και ψόφα στο σκοτάδι
Πάω να βρω τους φίλους μου
Θα πω τ’ ανομολόγητα, και θα σε καταδώσω
|
Perpató, perpató is to dásos
ótan o Líkos den ine edó
Líke, líke ise edó
Líke
M’ ésires ékso ap’ to spíti sta téssera mu chrónia
kserostáliazes sta chalásmata, stin ákri tis pólis
eki, stin ákri tu agnóstu, gia éna su móno vlémma
M’ évriskes tóte polí mikrí, i níki su páno mu
me mágepse, ke ípula perímenes stin efivia
na tripósis sto sóma mu, na mu kriftis eki
ke na niótho apó mésa mu ti kaftí, vromerí su anása
I pina su katikise ta mátia mu
to urliachtó su stichise to tragudi mu, i psichí mu, agríepse
ke afu katavróchthises ta chrónia mu ki óla ta evgeniká mu dóra
árchises na kinigás sómata kséna
Έgina i skiá su, ómos téras, spánia évgenes pia sto fos
ke gia na glitósis apó ména, trípones ólo ke pio polí
sto pio vathí skotádi
De léo, ipírksan ke kalés stigmés
Kápies forés, plimmírize o uranós ólo ástra
gia lígo, gia óso kratái éna vlémma, ke épita kátharma
me ésernes pio vathiá sto skotinó su dásos
S’ éna kinígi, aneléito
Chirótera ki apó agrímia blechtíkame se páli os escháton
kseskísame tin psichí mas, pasaliftíkame ema
me émathes na zitáo gia na se do na dínis óchi se ména
allu, óspu gérasa maláka
ke tóra étsi ki alliós, den ime pia gia séna
ke si, pu óla ósa thélis ma den bóreses, den ise pia gia ména
Líke mu, pígene me píso, na párume to paramíthi apó tin archí
vále mu drákus, vále mu mágisses, de tha kolóso
monácha eki, stin ákri ákri, vále éna spíti me éna fotáki tóso da na
éna tóso da mikró fotáki, gia na `cho tin psevdesthisi
pos ísos kápios eki, kratái anamméni mia fotiá, ki óti me periméni
S’ afíno líke
Ki esí pu to ónoma su st’ archea chrónia ítane fos
mine ke psófa sto skotádi
Páo na vro tus fílus mu
Tha po t’ anomológita, ke tha se katadóso
|