Ένα βράδυ στην Ομόνοια
έπεσε βαθιά διχόνοια,
τσακωθήκαν δυο λεβέντες
κι είπανε βαριές κουβέντες.
Μια μικρή απ’ την Κυψέλη
που καθένας τους τη θέλει
ήταν, λένε, η αιτία
να βουίξει η πλατεία.
Βγήκε κόσμος στα μπαλκόνια,
σταματήσαν τα καμιόνια,
κι από γύρω τα γκαρσόνια
τους φωνάζανε “ομόνοια!”.
Μια μικρή απ’ την Κυψέλη
που καθένας τους τη θέλει
ήταν, λένε, η αιτία
να βουίξει η πλατεία.
Ψεύτικη ζωή μπαμπέσα,
σηκωτούς τους πάνε μέσα,
και εκείνη η μοιραία
φεύγει μ’ άλλονε παρέα.
Πιο μεγάλη καταφρόνια
δεν ξανάδαν τα μπαλκόνια,
ένα βράδυ στην Ομόνοια,
ένα βράδυ στην Ομόνοια.
|
Έna vrádi stin Omónia
épese vathiá dichónia,
tsakothíkan dio levéntes
ki ipane variés kuvéntes.
Mia mikrí ap’ tin Kipséli
pu kathénas tus ti théli
ítan, léne, i etía
na vuíksi i platia.
Ogíke kósmos sta balkónia,
stamatísan ta kamiónia,
ki apó giro ta gkarsónia
tus fonázane “omónia!”.
Mia mikrí ap’ tin Kipséli
pu kathénas tus ti théli
ítan, léne, i etía
na vuíksi i platia.
Pseftiki zoí babésa,
sikotus tus páne mésa,
ke ekini i mirea
fevgi m’ állone paréa.
Pio megáli katafrónia
den ksanádan ta balkónia,
éna vrádi stin Omónia,
éna vrádi stin Omónia.
|