Μάνα μου, γλυκιά μου μάνα
πόσο, πόσο σ’ έχω βασανίσει,
πως α πως αντέχεις τόσα χρόνια
και δεν έχεις πια τσακίσει,
πως α πως αντέχεις τόσα χρόνια
και δεν έχεις πια τσακίσει.
Μόνη κι έρημη στο σπίτι
κλαις και κλαις κι εσύ τη συμφορά σου,
για το για το άμυαλο παιδί σου
και ασπρίσαν τα μαλλιά σου,
για το για το άμυαλο παιδί σου
και ασπρίσαν τα μαλλιά σου.
Έχω τώρα μετανιώσει,
θέλω, θέλω να ξαναγυρίσω,
να γλυ να γλυκάνω τη ζωή σου
και κοντά σου πια να ζήσω,
να γλυ να γλυκάνω τη ζωή σου
και κοντά σου πια να ζήσω.
|
Mána mu, glikiá mu mána
póso, póso s’ écho vasanísi,
pos a pos antéchis tósa chrónia
ke den échis pia tsakísi,
pos a pos antéchis tósa chrónia
ke den échis pia tsakísi.
Móni ki érimi sto spíti
kles ke kles ki esí ti simforá su,
gia to gia to ámialo pedí su
ke asprísan ta malliá su,
gia to gia to ámialo pedí su
ke asprísan ta malliá su.
Έcho tóra metaniósi,
thélo, thélo na ksanagiríso,
na gli na glikáno ti zoí su
ke kontá su pia na zíso,
na gli na glikáno ti zoí su
ke kontá su pia na zíso.
|