Πάει καιρός που έφυγα και δεν κοιτάζω πίσω
και λες πως δεν κατάλαβες ποτέ σου το γιατί
κι αν τώρα δυσκολεύομαι το στόμα μου να ανοίξω
κάθισα και σου ‘γραψα δυο λόγια στο χαρτί
Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται
μου ‘πες κάποιο βράδυ με παράπονο θολό
οι έρωτες καρδιά μου δεν πεθαίνουν μα κοιμούνται
για να μπορούν κρυφά να κοροϊδεύουν τον καιρό
Θυμάσαι που μου έλεγες μας φθάνει η αγάπη
μ’ αγάπη θα γεμίζαμε τις άδειες Κυριακές
ξεθώριασαν οι όρκοι μας και φάνηκε η απάτη
και απόμειναν τα λόγια σου και ο πικρός καφές
Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται
μου `πες κάποιο βράδυ με παράπονο θολό
οι έρωτες καρδιά μου δεν πεθαίνουν μα κοιμούνται
για να μπορούν κρυφά να κοροϊδεύουν τον καιρό
|
Pái kerós pu éfiga ke den kitázo píso
ke les pos den katálaves poté su to giatí
ki an tóra diskolevome to stóma mu na anikso
káthisa ke su ‘grapsa dio lógia sto chartí
Mátia pu de vléponte grígora lismoniunte
mu ‘pes kápio vrádi me parápono tholó
i érotes kardiá mu den pethenun ma kimunte
gia na borun krifá na koroidevun ton keró
Thimáse pu mu éleges mas ftháni i agápi
m’ agápi tha gemízame tis ádies Kiriakés
ksethóriasan i órki mas ke fánike i apáti
ke apóminan ta lógia su ke o pikrós kafés
Mátia pu de vléponte grígora lismoniunte
mu `pes kápio vrádi me parápono tholó
i érotes kardiá mu den pethenun ma kimunte
gia na borun krifá na koroidevun ton keró
|