Δυο μάτια είδα μια βραδιά
τσακίρικα μεγάλα
και από τότε η καρδιά
να δει δε θέλει άλλα.
Ω, ω, ω, ω ζαχαροπλάστη,
ω, ω, ω, ω είχες μπαμπά,
ω, ω, ω, ω κι έφτιαξε μάτια,
μάτια τόσο γλυκά;
Για αυτά εγώ πίνω και μεθώ
για κείνα αλητεύω
και σαν ζητιάνα η φτωχιά
το βλέμμα τους γυρεύω.
Ω, ω, ω, ω ζαχαροπλάστη,
ω, ω, ω, ω είχες μπαμπά,
ω, ω, ω, ω κι έφτιαξε μάτια,
μάτια τόσο γλυκά;
Μάτια τσακίρικα γλυκά
περήφανα κι ωραία,
ποια μάνα σας εγέννησε
σκερτσόζα και μοιραία;
Ω, ω, ω, ω ζαχαροπλάστη,
ω, ω, ω, ω είχες μπαμπά,
ω, ω, ω, ω κι έφτιαξε μάτια,
μάτια τόσο γλυκά;
|
Dio mátia ida mia vradiá
tsakírika megála
ke apó tóte i kardiá
na di de théli álla.
O, o, o, o zacharoplásti,
o, o, o, o iches babá,
o, o, o, o ki éftiakse mátia,
mátia tóso gliká;
Gia aftá egó píno ke methó
gia kina alitevo
ke san zitiána i ftochiá
to vlémma tus girevo.
O, o, o, o zacharoplásti,
o, o, o, o iches babá,
o, o, o, o ki éftiakse mátia,
mátia tóso gliká;
Mátia tsakírika gliká
perífana ki orea,
pia mána sas egénnise
skertsóza ke mirea;
O, o, o, o zacharoplásti,
o, o, o, o iches babá,
o, o, o, o ki éftiakse mátia,
mátia tóso gliká;
|