Αχ των χειλιών σου τη γραμμή,
ποιος έχει ζωγραφίσει, ποιος έχει ζωγραφίσει,
και των ματιών σου τη σιωπή,
ποιος θα την τραγουδήσει, ποιος θα την τραγουδήσει.
Μη με κοιτάς, μη με τρυπάς,
μ’ αυτά τα μάτια αφέντες,
γιατί η σιωπή καμιά φορά,
λέει βαριές κουβέντες.
Απ’ των χειλιών σου τον γκρεμό,
κάποιος να με γκρεμίσει, κάποιος να με γκρεμίσει,
κι εκεί που κρύβεις τον καημό,
για πάντα να με κλείσει, για πάντα να με κλείσει.
Μη με κοιτάς, μη με τρυπάς,
μ’ αυτά τα μάτια αφέντες,
γιατί η σιωπή καμιά φορά,
λέει βαριές κουβέντες.
|
Ach ton chilión su ti grammí,
pios échi zografísi, pios échi zografísi,
ke ton matión su ti siopí,
pios tha tin tragudísi, pios tha tin tragudísi.
Mi me kitás, mi me tripás,
m’ aftá ta mátia aféntes,
giatí i siopí kamiá forá,
léi variés kuvéntes.
Ap’ ton chilión su ton gkremó,
kápios na me gkremísi, kápios na me gkremísi,
ki eki pu krívis ton kaimó,
gia pánta na me klisi, gia pánta na me klisi.
Mi me kitás, mi me tripás,
m’ aftá ta mátia aféntes,
giatí i siopí kamiá forá,
léi variés kuvéntes.
|