Ξύπνησα μ’ ένα λυγμό
βρέθηκα σε πανικό
τρέχω στη νύχτα ν’ αλλάξω εαυτό
τα βήματά σου πατώ.
Ήσουνα λέει εδώ
κι απέναντί σου εγώ
άλλαξα χρώμα στους τοίχους μα εσύ
ξέβαφες κάθε μου αρχή.
Φύγε, φοβάμαι φοβάμαι να σε δω
φύγε, η νύχτα δε θ’ αντέξει και τους δυο
φύγε, φοβάμαι όταν θα σε ξαναδώ
θα ‘σαι ό,τι θέλω να ζω.
Τον εαυτό μου κοιτώ
σε νιώθω ακόμα εδώ
κλείνω τα μάτια και είσαι εκεί
παραμιλάς μια ευχή.
|
Ksípnisa m’ éna ligmó
vréthika se panikó
trécho sti níchta n’ allákso eaftó
ta vímatá su pató.
Ήsuna léi edó
ki apénantí su egó
állaksa chróma stus tichus ma esí
ksévafes káthe mu archí.
Fíge, fováme fováme na se do
fíge, i níchta de th’ antéksi ke tus dio
fíge, fováme ótan tha se ksanadó
tha ‘se ó,ti thélo na zo.
Ton eaftó mu kitó
se niótho akóma edó
klino ta mátia ke ise eki
paramilás mia efchí.
|