Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μια πολιτεία
που απ’ όλες εξεχώριζε σ’ ολόκληρη τη χώρα,
μια πολιτεία όμορφη μα πάντα λυπημένη,
οι άνθρωποι αγέλαστοι, χαζοί και μουτρωμένοι,
δεν ξέρανε χαμόγελο κι αγάπη τι σημαίνει.
Καθένας τους εκοίταζε μονάχα τη δουλίτσα του,
η καλημέρα ακριβή σαν να `τανε χρυσάφι,
ποτέ δεν παίζαν τα παιδιά στους δρόμους, στην πλατεία,
ποτέ δεν έγινε γιορτή, χορός και φασαρία,
της βγήκε και το όνομα: Αγέλαστη Πολιτεία.
|
Mía forá ki énan keró ítan mia politia
pu ap’ óles eksechórize s’ olókliri ti chóra,
mia politia ómorfi ma pánta lipiméni,
i ánthropi agélasti, chazi ke mutroméni,
den ksérane chamógelo ki agápi ti simeni.
Kathénas tus ekitaze monácha ti dulítsa tu,
i kaliméra akriví san na `tane chrisáfi,
poté den pezan ta pediá stus drómus, stin platia,
poté den égine giortí, chorós ke fasaría,
tis vgíke ke to ónoma: Agélasti Politia.
|