Μια βλαχοπούλα έμορφη στις ρεματιές γυρνάει, βοσκά τα προβατάκια της και σιγοτραγουδάει.
Στα χέρια της κρατά μαλλιά, τη ρόκα και τα γνέθει και περιμένει με καημό τον τσέλιγκα να έρθει.
Να και το τσελιγκόπουλο απ’ την ψηλή ραχούλα, να τρέχει όλο με χαρά κοντά στη βλαχοπούλα.
Γεια σου, Γιαννούλα, σου ‘φερα χαμπέρ’ για να χαρούμε στο σπίτι σου, στο σπίτι μου, θέλουν να παντρευτούμε.
Πρόβατα, στάνες και σκυλιά κι αμπέλια μες στον κάμπο, για προίκα θα μας δώσουνε, Γιαννούλα μου, στον γάμο.
|
Mia vlachopula émorfi stis rematiés girnái, voská ta provatákia tis ke sigotragudái.
Sta chéria tis kratá malliá, ti róka ke ta gnéthi ke periméni me kaimó ton tséligka na érthi.
Na ke to tseligkópulo ap’ tin psilí rachula, na tréchi ólo me chará kontá sti vlachopula.
Gia su, Giannula, su ‘fera chabér’ gia na charume sto spíti su, sto spíti mu, thélun na pantreftume.
Próvata, stánes ke skiliá ki abélia mes ston kábo, gia prika tha mas dósune, Giannula mu, ston gámo.
|