Το μυστήριο τρένο που είμαστε
ζητάει επιβάτες
ζητάει τρέλα, φωτιά, χωρισμό
γλυκιές αυταπάτες.
Το μυστήριο τρένο που είμαστε
πεινάει για πόνο
πεινάει για δάκρυα, ψέματα, φως
απέραντο χρόνο.
Το μυστήριο τρένο που είμαστε οι δυο μας
στο σκοτάδι σφυρίζει, μας πάει στο χαμό μας,
με το φρένο σπασμένο τις ράγες κλωτσάει
στης αγάπης το τούνελ βαθιά μας ρουφάει
Με το μαύρο καπνό του υψώνεται
να καίει το φεγγάρι
να καίει τ’ άστρα, το φόβο το σώμα μας
το τραίνο σαλπάρει.
Το μυστήριο τρένο που πήραμε
μονάχο πηγαίνει
μονάχοι κι εμείς με χέρια σφιχτά
που η μοίρα τα δένει.
|
To mistírio tréno pu imaste
zitái epivátes
zitái tréla, fotiá, chorismó
glikiés aftapátes.
To mistírio tréno pu imaste
pinái gia póno
pinái gia dákria, psémata, fos
apéranto chróno.
To mistírio tréno pu imaste i dio mas
sto skotádi sfirízi, mas pái sto chamó mas,
me to fréno spasméno tis ráges klotsái
stis agápis to tunel vathiá mas rufái
Me to mavro kapnó tu ipsónete
na kei to fengári
na kei t’ ástra, to fóvo to sóma mas
to treno salpári.
To mistírio tréno pu pírame
monácho pigeni
monáchi ki emis me chéria sfichtá
pu i mira ta déni.
|