Είναι το χρώμα που με τρελαίνει,
που με τρελαίνει.
Φτιάχνει στεφάνι στο πρόσωπό μου,
με σημαδεύει.
Πως το φοβάμαι τέτοιο χρώμα,
πως με μεθάει, πως το μισώ,
πως το μισώ!
Πως νιώθω φόβο με τέτοιο χρώμα,
πως με μεθάει, πώς το μισώ,
πως το μισώ!
Πόθοι κλεισμένοι, φυλακισμένοι,
φυλακισμένοι.
Στο αίμα με πάθος μου φέρνουν δίψα,
μόνος καίγομαι.
Πως νιώθω φόβο με τέτοιο χρώμα,
πως με μεθάει, πως το μισώ,
πως το μισώ!
Το χρώμα σπάζει πάνω στην πέτρα,
μέσα στην άμμο.
Πάει στη μάνα, στο πένθος πάει,
με όλα ταιριάζει.
Πως το φοβάμαι τέτοιο χρώμα,
πως με μεθάει, πως το μισώ,
πως το μισώ!
Πως νιώθω φόβο με τέτοιο χρώμα,
πως με μεθάει, πως το μισώ!
Πως το αγαπώ αυτό το μωβ!
|
Ine to chróma pu me treleni,
pu me treleni.
Ftiáchni stefáni sto prósopó mu,
me simadevi.
Pos to fováme tétio chróma,
pos me methái, pos to misó,
pos to misó!
Pos niótho fóvo me tétio chróma,
pos me methái, pós to misó,
pos to misó!
Póthi klisméni, filakisméni,
filakisméni.
Sto ema me páthos mu férnun dípsa,
mónos kegome.
Pos niótho fóvo me tétio chróma,
pos me methái, pos to misó,
pos to misó!
To chróma spázi páno stin pétra,
mésa stin ámmo.
Pái sti mána, sto pénthos pái,
me óla teriázi.
Pos to fováme tétio chróma,
pos me methái, pos to misó,
pos to misó!
Pos niótho fóvo me tétio chróma,
pos me methái, pos to misó!
Pos to agapó aftó to mov!
|