Εποχή που ζευγαρώνουν τα πουλιά
μ’ εγκατέλειψες μονάκριβό μου ταίρι
κι από τότε της ψυχής μου η αγκαλιά
δε συνάντησε ούτε ένα καλοκαίρι.
Φόρεσε τ’ όνειρο τα μαύρα του πανιά
κι ούτε δυο βήματα δεν πήγα παραπάνω
πέρασα χρόνια στου γκρεμού τη γειτονιά
κι εσύ δεν ήρθες μια φορά να δεις τι κάνω.
Να δεις πως πίνουν, πως μεθούν
και πως παραπατούν στο δρόμο
όσοι απ’ αγάπη μοναχοί
φορούν της πίκρας το χακί
και παραδίνονται στον πόνο,
και παραδίνονται στον πόνο.
Εποχή που βρίσκουν τ’ άστρα αφορμή
να πιαστούνε χέρι χέρι μεθυσμένα
εσύ βρήκες την κατάλληλη στιγμή
να πετάξεις και να φύγεις από `μένα.
Πίστεψα τόσο όσα μου `λεγε η καρδιά
που δεν το δέχτηκα ποτέ πως έχεις φύγει
μα εσύ στο πείσμα μου δεν ήρθες μια φορά
να δεις πως καίει η φωτιά που με τυλίγει.
Να δεις πως πίνουν, πως μεθούν
και πως παραπατούν στο δρόμο
όσοι απ’ αγάπη μοναχοί
φορούν της πίκρας το χακί
και παραδίνονται στον πόνο,
και παραδίνονται στον πόνο.
|
Epochí pu zevgarónun ta puliá
m’ egkatélipses monákrivó mu teri
ki apó tóte tis psichís mu i agkaliá
de sinántise ute éna kalokeri.
Fórese t’ óniro ta mavra tu paniá
ki ute dio vímata den píga parapáno
pérasa chrónia stu gkremu ti gitoniá
ki esí den írthes mia forá na dis ti káno.
Na dis pos pínun, pos methun
ke pos parapatun sto drómo
ósi ap’ agápi monachi
forun tis píkras to chakí
ke paradínonte ston póno,
ke paradínonte ston póno.
Epochí pu vrískun t’ ástra aformí
na piastune chéri chéri methisména
esí vríkes tin katállili stigmí
na petáksis ke na fígis apó `ména.
Pístepsa tóso ósa mu `lege i kardiá
pu den to déchtika poté pos échis fígi
ma esí sto pisma mu den írthes mia forá
na dis pos kei i fotiá pu me tilígi.
Na dis pos pínun, pos methun
ke pos parapatun sto drómo
ósi ap’ agápi monachi
forun tis píkras to chakí
ke paradínonte ston póno,
ke paradínonte ston póno.
|