Είν’ ένα πλοίο που δε φαίνεται ποτέ
απ’ το λιμάνι που δεν μπόρεσε ν’ αράξει,
γύρω του έχει μια σιωπή που είναι μπλε,
μοναδικό του χρέος ήταν να βουλιάξει.
Είναι ναυάγιο εδώ, είναι ναυάγιο,
είναι μια δίνη που μας ρίχνει στο βυθό,
όλοι ελπίσαμε πως έχουμε έναν άγιο
να μας τραβήξει έξω, πάνω απ’ το χαμό,
μα είναι ναυάγιο εδώ, είναι ναυάγιο,
ό,τι αγαπήσαμε επιπλέει στο νερό,
είναι το λάθος, το ανάποδο, το πλάγιο,
είναι το μείον, το αντικανονικό.
Είν’ ένα μαύρο που `χει πέσει από παντού
για ν’ απαγορευτεί το ρήμα ξημερώνει,
έτσι κολλήσαμε το βλέμμα του τρελού
που `χει το βάρος το δικό του να σηκώνει.
|
In’ éna plio pu de fenete poté
ap’ to limáni pu den bórese n’ aráksi,
giro tu échi mia siopí pu ine ble,
monadikó tu chréos ítan na vuliáksi.
Ine nafágio edó, ine nafágio,
ine mia díni pu mas ríchni sto vithó,
óli elpísame pos échume énan ágio
na mas travíksi ékso, páno ap’ to chamó,
ma ine nafágio edó, ine nafágio,
ó,ti agapísame epipléi sto neró,
ine to láthos, to anápodo, to plágio,
ine to mion, to antikanonikó.
In’ éna mavro pu `chi pési apó pantu
gia n’ apagorefti to ríma ksimeróni,
étsi kollísame to vlémma tu trelu
pu `chi to város to dikó tu na sikóni.
|