Τράβηξα μια ρουφηξιά
κι η κάφτρα του τσιγάρου,
το πρόσωπό σου φώτισε
σα λάμψη κάποιου φάρου
Είδα απόκρημνη αγκαλιά
τα χέρια σαν κουρσάρους
και μια ψυχούλα ναυαγό
στη μέση του πελάγους
Νησάκι το δωμάτιο
το σκάψαμε ως τις άκρες
μα δεν υπήρχε θησαυρός
κι ας έγραφαν οι χάρτες
Τη γόπα έσβησα κλεφτά
σηκώθηκα στα νύχια
το Σ.Ο.Σ. που σου ψιθύρισα
ήταν μια καληνύχτα.
|
Tráviksa mia rufiksiá
ki i káftra tu tsigáru,
to prósopó su fótise
sa lámpsi kápiu fáru
Ida apókrimni agkaliá
ta chéria san kursárus
ke mia psichula nafagó
sti mési tu pelágus
Nisáki to domátio
to skápsame os tis ákres
ma den ipírche thisavrós
ki as égrafan i chártes
Ti gópa ésvisa kleftá
sikóthika sta níchia
to S.O.S. pu su psithírisa
ítan mia kaliníchta.
|