Μεσάνυχτα και ξαγρυπνώ
για μια γυναίκα π’ αγαπώ
κι ο πόνος με σπαράζει,
που να ‘ναι τώρα που γυρνά,
τα χάδια της σε ποιον κερνά,
ποιος να την αγκαλιάζει.
Νύχτα χωρίς ξημέρωμα
τα στήθια μου πληγώνεις,
εκείνη συλλογίζομαι
κι εσύ δεν ξημερώνεις.
Γυναίκα δίχως αίσθημα
ήταν μεγάλο έγκλημα,
αυτό που μου ‘χεις κάνει,
μα εγώ δε σε τιμώρησα
κι αν ήταν άλλος φόνισσα,
θα είχες πια πεθάνει.
Νύχτα χωρίς ξημέρωμα
τα στήθια μου πληγώνεις,
εκείνη συλλογίζομαι
και συ δεν ξημερώνεις.
Μετ’ από τέτοια προσβολή
άλλη γυναίκα στη ζωή
δε θέλω ν’ αγαπήσω,
εδώ σ’ αυτήν την ερημιά
με τον καημό μου συντροφιά
μονάχος μου θα ζήσω.
Νύχτα χωρίς ξημέρωμα
τα στήθια μου πληγώνεις,
εκείνη συλλογίζομαι
κι εσύ δεν ξημερώνεις.
|
Mesánichta ke ksagripnó
gia mia gineka p’ agapó
ki o pónos me sparázi,
pu na ‘ne tóra pu girná,
ta chádia tis se pion kerná,
pios na tin agkaliázi.
Níchta chorís ksiméroma
ta stíthia mu pligónis,
ekini sillogizome
ki esí den ksimerónis.
Gineka díchos esthima
ítan megálo égklima,
aftó pu mu ‘chis káni,
ma egó de se timórisa
ki an ítan állos fónissa,
tha iches pia petháni.
Níchta chorís ksiméroma
ta stíthia mu pligónis,
ekini sillogizome
ke si den ksimerónis.
Met’ apó tétia prosvolí
álli gineka sti zoí
de thélo n’ agapíso,
edó s’ aftín tin erimiá
me ton kaimó mu sintrofiá
monáchos mu tha zíso.
Níchta chorís ksiméroma
ta stíthia mu pligónis,
ekini sillogizome
ki esí den ksimerónis.
|