Ο Αλέξης ήταν ήσυχος,
όπως εκείνος που `χει κάνει το καθήκον του.
Όταν πλάγιαζε κοιμόταν αμέσως,
όπως εκείνος που `χει κάνει πάντα το καθήκον του.
Δυο χοντρές χωματένιες πατούσες
έμεναν έξω από την κουβέρτα
και τότε μεγάλα πλατάνια και ευκάλυπτοι
φύτρωναν μες στη νύχτα.
Τι ήσυχος που ήσουν, Αλέξη
νύχτα νύχτα σε ξύπνησαν, σύντροφε,
δεν πρόφτασες καλά καλά να δέσεις τον μπόγο σου,
δεν πρόφτασες να δέσεις τις αρβύλες σου. Προσέξαμε
σα δρασκελούσες την πόρτα του αντίσκηνου,
το ‘να κορδόνι σου λυμένο σέρνονταν στο χώμα
Φοβηθήκαμε μη και σκοντάψεις, σύντροφε. Κατάλαβες
και χαμογέλασες. Χαμογελάσαμε.
Σε πήρανε για το στρατοδικείο
κι από κει για το θάνατο, σύντροφε.
κι από κει για να γυρίσεις πίσω σύντροφε, σ’ όλες τις καρδιές,
σ’ όλη τη ζωή, σε όλα τα μάτια, σ’ όλα τα δέντρα, σύντροφε.
Γι’ αυτό είσαι τόσο πικραμένος
τόσο σίγουρος
τόσο χαρούμενος
ένα άστρο αναβοσβήνει μες στα μάτια σου,
αυτό το κόκκινο άστρο που ποτέ δε μας ξεχνάει.
Σήμερα γίνηκες πιο σύντροφος, σύντροφε.
|
O Aléksis ítan ísichos,
ópos ekinos pu `chi káni to kathíkon tu.
Όtan plágiaze kimótan amésos,
ópos ekinos pu `chi káni pánta to kathíkon tu.
Dio chontrés chomaténies patuses
émenan ékso apó tin kuvérta
ke tóte megála platánia ke efkálipti
fítronan mes sti níchta.
Ti ísichos pu ísun, Aléksi
níchta níchta se ksípnisan, síntrofe,
den próftases kalá kalá na désis ton bógo su,
den próftases na désis tis arvíles su. Proséksame
sa draskeluses tin pórta tu antískinu,
to ‘na kordóni su liméno sérnontan sto chóma
Fovithíkame mi ke skontápsis, síntrofe. Katálaves
ke chamogélases. Chamogelásame.
Se pírane gia to stratodikio
ki apó ki gia to thánato, síntrofe.
ki apó ki gia na girísis píso síntrofe, s’ óles tis kardiés,
s’ óli ti zoí, se óla ta mátia, s’ óla ta déntra, síntrofe.
Gi’ aftó ise tóso pikraménos
tóso síguros
tóso charumenos
éna ástro anavosvíni mes sta mátia su,
aftó to kókkino ástro pu poté de mas ksechnái.
Símera ginikes pio síntrofos, síntrofe.
|