Τις νύχτες που βρέχει πολύ
προχωρημένη ώρα
μόνος του μες τη μπόρα
σαν μια ανάμνηση κακή
βγαίνει ο άνθρωπος βροχή.
Δίχως ομπρέλα περπατά
κι η κάφτρα του τσιγάρου
αχνό φωτάκι φάρου
μες στην παλάμη του αρχινά
να στέλνει σήματα κρυφά.
Κι είναι ο άνθρωπος βροχή
της πόλης νυχτερίδα
κι είναι η βροχή πατρίδα
γι’ αυτούς που έχουνε πιαστεί
στης νύχτας την παγίδα.
Τις νύχτες που βρέχει πολύ
και το νερό ξεπλένει
πληγές που η μοίρα στέλνει
μοιάζει ο άνθρωπος βροχή
με φως που αργοπεθαίνει.
|
Tis níchtes pu vréchi polí
prochoriméni óra
mónos tu mes ti bóra
san mia anámnisi kakí
vgeni o ánthropos vrochí.
Díchos obréla perpatá
ki i káftra tu tsigáru
achnó fotáki fáru
mes stin palámi tu archiná
na stélni símata krifá.
Ki ine o ánthropos vrochí
tis pólis nichterída
ki ine i vrochí patrída
gi’ aftus pu échune piasti
stis níchtas tin pagida.
Tis níchtes pu vréchi polí
ke to neró ksepléni
pligés pu i mira stélni
miázi o ánthropos vrochí
me fos pu argopetheni.
|