Του είπε θα `ναι βασιλιάς
και για χάρη του παλάτια θα γυαλίζει
και όπως πέρναγαν τα χρόνια
και που έκανε παιδιά
αλλάζαν όλα τα παλιά
Κανείς δεν ξέρει πιο καλά
από κείνη τις θυσίες που χει κάνει
και δεν μπήκε καν στον κόπο
να της δείξει ο βασιλιάς
κατά βάθος πως την αγαπά
Ο βασιλιάς που αγαπάει
ξέρει μονάχα να ζητάει
σιδερωμένο σπαθί
Την αυλή του την κοιτάει,
μα ποτέ δεν τους ρωτάει
αν θέλουν ένα φιλί
ή ένα χάδι…
Μια μέρα ντύθηκε καλά
στα μαλλιά της μια κορώνα στερεώνει
το παλάτι συγυρίζει
τελευταία της φορά
και φεύγει μ’ όλα τα παιδιά
Γυρνά το βράδυ ο βασιλιάς
το φαΐ του στην κουζίνα περιμένει
Μα κανείς δεν τον σερβίρει
και για πρώτη του φορά
θυμάται όρκους και φιλιά
|
Tu ipe tha `ne vasiliás
ke gia chári tu palátia tha gialízi
ke ópos pérnagan ta chrónia
ke pu ékane pediá
allázan óla ta paliá
Kanis den kséri pio kalá
apó kini tis thisíes pu chi káni
ke den bíke kan ston kópo
na tis diksi o vasiliás
katá váthos pos tin agapá
O vasiliás pu agapái
kséri monácha na zitái
sideroméno spathí
Tin avlí tu tin kitái,
ma poté den tus rotái
an thélun éna filí
í éna chádi…
Mia méra ntíthike kalá
sta malliá tis mia koróna stereóni
to paláti sigirízi
teleftea tis forá
ke fevgi m’ óla ta pediá
Girná to vrádi o vasiliás
to faΐ tu stin kuzína periméni
Ma kanis den ton servíri
ke gia próti tu forá
thimáte órkus ke filiá
|