Στο παράθυρό μου βλέπω έναν ήρωα
άγριο σκοτάδι, μοναξιά και βροχές ποτέ δεν τον φοβίζουν
μα χάνεται στη σκέψη, χάνεται στη λήθη
ενός τρελού καιρού, μεθυσμένου και άξεστου αλήτη.
Και τότε τα «πρέπει» γίνονται πόνοι,
γίνονται αγκάθια γύρω απ’ την καρδιά μου
και μένω εδώ πάλι μόνη,
σκιά σε γυάλινους δρόμους που δε θα δω ποτέ ξανά.
Φίλε μου ήρωα γυρίζεις σαστισμένος στο μυαλό μου.
Να ‘μουν καράβι αραγμένο στη ματιά σου
να μη φοβάμαι πια το μαύρο μου βυθό.
Να ‘μουν αγέρι να σκορπίζω το μυαλό μου
να μη βγάλεις απ’ το δίλημμα αυτό.
Τι ‘ναι αυτό που φεύγει, τι ‘ναι αυτό που μένει;
Όσο κρατά μια στάλα στο παράθυρό μου
κοστίζει πια η κάθε μας στιγμή.
Στο παράθυρο που βλέπω έναν ήρωα να φοβάται.
Φοβάται την άνοιξη
γιατί του έμαθαν να σέρνεται μονάχα τους χειμώνες.
Είδα πολλά που μου άφησαν φωτιές μέσα στα μάτια.
Τώρα η στάχτη μου σκορπάει τα τελευταία μου κομμάτια.
|
Sto paráthiró mu vlépo énan íroa
ágrio skotádi, monaksiá ke vrochés poté den ton fovízun
ma chánete sti sképsi, chánete sti líthi
enós trelu keru, methisménu ke áksestu alíti.
Ke tóte ta «prépi» ginonte póni,
ginonte agkáthia giro ap’ tin kardiá mu
ke méno edó páli móni,
skiá se giálinus drómus pu de tha do poté ksaná.
Fíle mu íroa girízis sastisménos sto mialó mu.
Na ‘mun karávi aragméno sti matiá su
na mi fováme pia to mavro mu vithó.
Na ‘mun agéri na skorpízo to mialó mu
na mi vgális ap’ to dílimma aftó.
Ti ‘ne aftó pu fevgi, ti ‘ne aftó pu méni;
Όso kratá mia stála sto paráthiró mu
kostízi pia i káthe mas stigmí.
Sto paráthiro pu vlépo énan íroa na fováte.
Fováte tin ániksi
giatí tu émathan na sérnete monácha tus chimónes.
Ida pollá pu mu áfisan fotiés mésa sta mátia.
Tóra i stáchti mu skorpái ta teleftea mu kommátia.
|