Ο καναπές πονάει και φωνάζει δυνατά
τα βάρη που σηκώνω είναι πια πάρα πολλά
Ο κύριος, η κυρία, οι γάτες, τα σκυλιά
ο φίλος και η φίλη και τα δύο τους παιδιά
Όλοι αναστενάζουν, αχ κι όλοι τους ξεφυσούν
όλοι είναι κουρασμένοι, όλοι πάνω μου ξεσπούν
οι σούστες μου τρίζουν και πονούν
τα μαξιλάρια μου βουλιάζουν και βογκούν
Μα απ’ όλα αυτά τα βάρη
για μένα πιο βαριά
είναι η γκρίνια του κυρίου
της κυρίας τα δάκρυα
Σαν έρχεται το βράδυ με πιάνει η αγωνία
μήπως πάνω μου καθίσουν και νιώσουνε ανία
μήπως το ενδιαφέρον τους κάπως το κεντρίσω
αν με ένα ελατήριο λίγο λίγο τους τρυπήσω
ή μήπως ή καλύτερα να μετακομίσω
και αν άλλους πισινούς καινούριους να γνωρίσω
|
O kanapés ponái ke fonázi dinatá
ta vári pu sikóno ine pia pára pollá
O kírios, i kiría, i gátes, ta skiliá
o fílos ke i fíli ke ta dío tus pediá
Όli anastenázun, ach ki óli tus ksefisun
óli ine kurasméni, óli páno mu ksespun
i sustes mu trízun ke ponun
ta maksilária mu vuliázun ke vogkun
Ma ap’ óla aftá ta vári
gia ména pio variá
ine i gkrínia tu kiríu
tis kirías ta dákria
San érchete to vrádi me piáni i agonía
mípos páno mu kathísun ke niósune anía
mípos to endiaféron tus kápos to kentríso
an me éna elatírio lígo lígo tus tripíso
í mípos í kalítera na metakomíso
ke an állus pisinus kenurius na gnoríso
|